- ὑπηρετικοῦ
- ὑπηρετικόςmenialmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… … Dictionary of Greek
λιβρέα — η ειδική στολή τού υπηρετικού προσωπικού ανακτόρων, πρεσβειών, ξενοδοχείων, μεγάρων κ.λπ., η οικοστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. livrea. Ο γαλλ. τ. είναι livree < livrer, «παραδίδω» (τις στολές αυτές τίς παρέδιδαν στο προσωπικό τους οι οίκοι τών… … Dictionary of Greek